γυφταριό

γυφταριό
το
1. σιδηρουργείο
2. τόπος βρόμικος και ακατάστατος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γυφταριό — το 1. τόπος όπου μένουν γύφτοι. 2. μτφ., χώρος ακατάστατος και ακάθαρτος: Έχει καιρό να καθαρίσει το σπίτι και το κατάντησε γυφταριό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”